- πρηροσία
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) βλ. προηρόσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρηροσία — πρηροσίᾱ , πρηροσία fem nom/voc/acc dual πρηροσίᾱ , πρηροσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηρόσιος — και πρηρόσιος, ία, ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση 2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια γιορτή προς τιμή τής Δήμητρος και τής Κόρης την οποία τελούσαν οι… … Dictionary of Greek